κατακλονώ

κατακλονώ
κατακλονῶ, -έω (AM)
κλονίζω πολύ, συνταράσσω («σεισμῷ κατακλονεῑται ὁ οἶκος», Γρηγ. Νύσσ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κλονῶ «κλονίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατακλονίζω — (Μ) συνταράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ ε κλόν ησ α τού κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ ε δρόσ ισα: κα τα δροσ ίζω (πρβλ. και ηρεμ ίζω ηρεμ ώ, οχλ ίζω οχλώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”